βασάνοις

βασάνοις
βάσανος
touchstone
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Matthew 4:24 — Jesus healing the demon possessed Matthew 4:24 is the twenty fourth verse of the fourth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. This verse is part of a brief summary of and introduction to Jesus ministry in Galilee, which will be… …   Wikipedia

  • καταχορδεύω — και καταχορδῶ, έω (Α) κατακόβω τις σάρκες σαν χορδές, σχίζω το κρέας τού σώματος σε λωρίδες («καταχορδεύειν τινὰ ἐν βασάνοις», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χορδεύω «κατασκευάζω αλλαντικά» (< χορδή «έντερο»)] …   Dictionary of Greek

  • καυστικός — ή, ό (ΑΜ καυστικός, ή, όν, Α και καυτικός, ή, όν) [καυστός] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καίει, υπερβολικά θερμός, καυτερός («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... ἄνευ τοῡ καυστικοῡ», Αριστοτ.) 2. αυτός που η επαφή του με ένα μέρος τού… …   Dictionary of Greek

  • λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • προαναπληρώ — όω, Α γεμίζω καλά από πριν («ἵνα τὴν λείπουσαν τοῑς βασάνοις προαναπληρώσωσι κόλασιν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναπληρῶ «γεμίζω, συμπληρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταναλίσκω — Α 1. καταναλώνω, ξοδεύω εντελώς εκ τών προτέρων 2. μτφ. φθείρω εντελώς («προκαταναλίσκειν τινὰ ταῑς βασάνοις», Ποσειδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταναλίσκω «καταναλώνω, ξοδεύω, φθείρω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”